- συνεπιλογίζομαι
- ΜAυπολογίζω επίσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιλογίζομαι «αναλογίζομαι, σκέπτομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιλογιζομένων — συνεπιλογίζομαι calculate also pres part mp fem gen pl συνεπιλογίζομαι calculate also pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογισαμένων — συνεπιλογίζομαι calculate also aor part mp fem gen pl συνεπιλογίζομαι calculate also aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογιούμεθα — συνεπιλογίζομαι calculate also fut ind mp 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογισαμένους — συνεπιλογίζομαι calculate also aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογίζεσθαι — συνεπιλογίζομαι calculate also pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογίζηται — συνεπιλογίζομαι calculate also pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιλογίσασθαι — συνεπιλογίζομαι calculate also aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)